- λάτης
- ογένος περκόμορφων οστεϊχθύων τής οικογένειας latidae, κν. πέρκα τού Νείλου.[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. lates < νεολατ. lates < λάτος «ιχθύς τού Νείλου].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
-λάτης — β συνθετικό λέξεων τής Ελληνικής που σημαίνουν γενικά «κινώ, οδηγώ, πηγαίνω μπροστά». Ανάγεται στο αρχ. ουσ. ελάτης (πρβλ. ζευγ ελάτης, ον ελάτης) < ἐλαύνω. Συνθετα με β συνθετικό λάτης: αλογολάτης, βοϊδολάτης, γαϊδουρολάτης, ζευγολάτης,… … Dictionary of Greek
αλογολάτης — ο 1. αυτός που οδηγεί τα άλογα στη βοσκή, βοσκός αλόγων 2. φύλακας αλόγων. [ΕΤΥΜΟΛ. < άλογο + παραγ. κατάλ. λάτης (< αρχ. ελά της < ελαύνω), που σημαίνει τον πορευόμενο, πρβλ. και τους τ. ζευγο λάτης, πρωτο λάτης, κ.λπ.] … Dictionary of Greek
κοπολάτης — κοπολάτης, ὁ (Μ) 1. άτομο που κοπιάζει, που εργάζεται σκληρά 2. συνεκδ. φτωχός, κακομοίρης, ταλαίπωρος. [ΕΤΥΜΟΛ. < κόπος + λάτης (< ἐλάτης < ἐλαύνω), πρβλ. γαϊδουρο λάτης, ζευγο λάτης] … Dictionary of Greek
κορφολάτης — ο αυτός που ανεβαίνει στις κορυφές τών βουνών, ορειβάτης. [ΕΤΥΜΟΛ. < κορφή + λάτης (< ἐλάτης < ἐλαύνω), πρβλ. αλογο λάτης, ζευγο λάτης] … Dictionary of Greek
κουπολάτης — ο κωπηλάτης. [ΕΤΥΜΟΛ. < κουπί + λάτης (< ελάτης < ελαύνω), πρβλ. αλογο λάτης, βοϊδο λάτης] … Dictionary of Greek
αμαξηλάτης — και αμαξελάτης, ο (Μ ἁμαξηλάτης) αυτός που οδηγεί άμαξα, ο αμαξάς. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἅμαξα + ελάτης < ἐλαύνω, με επίδραση τού νόμου τής «εκτάσεως εν συνθέσει» που έδωσε το η ( λάτης) τού ΄β συνθετικού] … Dictionary of Greek
βοϊδολάτης — ο αυτός που κατευθύνει τα βόδια στο όργωμα, ο ζευγάς. [ΕΤΥΜΟΛ. < ουσ. βόιδι + λάτης < αρχ. ελάτης < ελαύνω (πρβλ. αλογολάτης, ζευγολάτης, πρωτολάτης, στρατολάτης κ.ά.)] … Dictionary of Greek
γαϊδουρολάτης — και γαδουρολάτης, ο (Μ γαδουρολάτης) ο γαϊδουράς. [ΕΤΥΜΟΛ. < γα (ϊ) δούριν + λατης (< αρχ. ελά της < ελαύνω), που σημαίνει τον πορευόμενο (πρβλ. αλογολάτης, ζευγολάτης, πρωτολάτης)] … Dictionary of Greek
λάτος — λάτος, ὁ (Α) το ψάρι λάτης … Dictionary of Greek
πεζολάτης — ο 1. (στον Ερωτόκρ.) πεζός στρατιώτης 2. αυτός που πορεύεται πεζός, πεζοπόρος. [ΕΤΥΜΟΛ. < πεζός + λάτης*] … Dictionary of Greek